μονόδρομος

μονόδρομος
ος, ο[ν] 1. односторонний (о движении);
2. (ο ) одностороннее движение транспорта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μονόδρομος" в других словарях:

  • μονόδρομος — ο δρόμος στον οποίο επιτρέπεται η κίνηση αυτοκινήτων προς τη μία μόνο κατεύθυνση …   Dictionary of Greek

  • μονόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται για την κίνηση οχημάτων προς μια μόνο κατεύθυνση: Ο τροχονόμος τού έκοψε κλήση για παράβαση σε μονόδρομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сравнение дорожных знаков Европы — Образец швейцарского знака около Лугано Несмотря на очевидное единообразие, в европейских дорожных знаках существуют значительные отличия. Однако, большинство европейских стран приняли Венскую конвенцию о д …   Википедия

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοδρομώ — έω [μονόδρομος] καθιστώ μονόδρομο έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης …   Dictionary of Greek

  • παραλιακός — ή, ό παραθαλάσσιος, παράλιος: Η παραλιακή λεωφόρος έγινε μονόδρομος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»